- μεταλλώ
- μεταλλῶ, -άω (Α)1. ερευνώ επιμελώς, ζητώ λεπτομερείς πληροφορίες, αναζητώ ή εξετάζω με προσοχή («ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι», Ομ. Οδ.)2. (με αιτ. προσ.) εξετάζω, ρωτώ, ανακρίνω κάποιον3. προσαγορεύω («ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα, μετάλλασέν τέ νιν», Πίνδ.)4. (με αιτ. και με πρόθ.) ερωτώ για κάποιον ή για κάτι, θέλω να μάθω («ἀμφ' ἑτάροιο μεταλλῆσαι τὰ ἕκαστα», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μέταλλο].
Dictionary of Greek. 2013.